Έλληνες Εξωτερικού
Όλο και περισσότεροι Έλληνες, κυρίως νέοι και νέες, τα τελευταία χρόνια αποφασίζουν να φύγουν από τη χώρα για να αναζητήσουν μια θέση εργασίας ή σπουδές στο εξωτερικό. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οδηγούνται σε αυτήν την απόφαση επειδή αισθάνονται ανήμποροι μπροστά στην οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα, και νιώθουν ότι δεν έχουν επιλογές για το μέλλον τους στην Ελλάδα. Όλοι άλλωστε, θέλουν και να ανεξαρτητοποιηθούν οικονομικά από τους γονείς τους.
Ένα τέτοιου είδους αδιέξοδο όμως, πολλές φορές μας κάνει να μην σκεφτόμαστε με σύνεση, και να παραβλέπουμε άλλα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από μια ενδεχόμενη μετανάστευση στο εξωτερικό. Η εγκατάλειψη της πατρίδας αρχικά, και μετέπειτα η προσαρμογή σε ένα νέο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, με διαφορετική γλώσσα, ήθη και αρχές μπορεί να είναι τόσο επίπονες διαδικασίες, που να μας κάνουν να μετανιώσουμε για την επιλογή μας. Θα πρέπει να έχει υπ’ όψιν του κάποιος ότι πηγαίνοντας σε μια άλλη χώρα δέχεται ένα πολιτισμικό σοκ. Αυτό που γνωρίζει και ένα μικρό παιδί στην ξένη χώρα να το αγνοεί ο ίδιος και να αισθάνεται τελείως αδαής. Για παράδειγμα βλέποντας τη βιτρίνα ενός μαγαζιού στην Ελλάδα γνωρίζει κάποιος τι μαγαζί είναι ενώ σε μία άλλη χώρα θα περάσει καιρός μέχρι να μπορέσει να αντιληφθεί από τη βιτρίνα τι μαγαζί είναι και τι πουλάει.
Επιπλέον, όταν μιλάμε τη μητρική μας γλώσσα έχουμε αναπτύξει έναν ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας με τον οποίο δηλώνουμε την προσωπικότητά μας, χιούμορ, πλούτο λεξιλογίου, συναισθηματική διάθεση τα οποία χάνονται όταν πρωτοξεκινάμε να μιλάμε μια άλλη γλώσσα με συνέπεια ένας άνθρωπος που έχει μεταναστεύσει να αισθάνεται ότι εξαφανίζεται η προσωπικότητά του και ότι δεν μπορεί να σταθεί ισότιμα με τους άλλους. Να προσθέσουμε επίσης ότι η επικοινωνία επιβαρύνεται από το διαρκή φόβο που αισθανόμαστε ότι κρίνεται η γραμματική και η συντακτική επάρκεια του λόγου μας, με αποτέλεσμα η καθημερινή κοινωνική επαφή να γίνεται ιδιαίτερα επίπονη ή ακόμη και βάσανο. Όλα αυτά οδηγούν σε σωματική και ψυχική κόπωση, σε κακή διάθεση και αισθήματα μειονεξίας. Θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δύο με τρία χρόνια για να αρχίσει κάποιος να προσαρμόζεται και να αισθάνεται οικεία πολιτισμικά και γλωσσικά στο νέο του περιβάλλον.
Επειδή η διαδικασία αυτή είναι εξαιρετικά επίπονη και ψυχοφθόρα παράλληλα με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις, μπορεί να οδηγήσει κάποιον στην απόφαση να επιστρέψει πίσω. Στη συνέχεια φυσικά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άλλο μεγάλο αδιέξοδο: Πώς να γυρίσω; Ο γυρισμός μπορεί να έχει την έννοια της ήττας, ότι κάποιος λύγισε, δεν άντεξε, τι θα πουν γονείς, συγγενείς, φίλοι και αυτό να οδηγήσει σε μελαγχολία – κατάθλιψη.
Για αυτόν που θα αποφασίσει να μείνει στη ξένη χώρα είναι εξαιρετικά δύσκολο να λάβει βοήθεια αφού δεν υπάρχουν επιστήμονες ψυχικής υγείας που να ομιλούν την ελληνική γλώσσα και να κατανοούν τη νοοτροπία μας, ώστε να μας υποστηρίξουν. Φυσικά σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να απευθυνθούμε σε έναν Έλληνα επαγγελματία ψυχικής υγείας, που να έχει ζήσει και εργαστεί στο εξωτερικό και να βρεθούν οι κατάλληλοι τρόποι επικοινωνίας. Ευτυχώς, χάρη στην τεχνολογία και το internet, με τη χρήση υπηρεσιών video chat όπως το skype ή το oovoo, η διαδικασία γίνεται αρκετά ευκολότερη.
Ακόμη και στην περίπτωση όμως που κάποιος υπομείνει όλα αυτά τα προβλήματα που αντιμετώπισε κατά την μετεγκατάστασή του σε ξένη χώρα, οι Έλληνες που επιστρέφουν στην πατρίδα τους ύστερα από κάποια χρόνια παραμονής στο εξωτερικό δυσκολεύονται πολύ να επαναπροσαρμοστούν στις ελληνικές συνθήκες ζωής και εργασίας. Και ενώ δεν το περιμένει κάποιος η επιστροφή στην πατρίδα, σε ένα μέρος που υποτίθεται ότι είναι οικείο, εφόσον γνωρίζει κάποιος τη γλώσσα, την κουλτούρα, αποδεικνύεται ακόμη πιο δύσκολη από την πρώτη αρχική εγκατάσταση στην ξένη χώρα.