Η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους
Η πιο υποτιμημένη και υποδιαγνωσμένη μορφή κατάθλιψης παρατηρείται στους ηλικιωμένους και πολύ συχνά αποφεύγεται η αντιμετώπισή της. Υπολογίζεται ότι ένας στους τρεις ή τέσσερις ηλικιωμένους πάσχει από κατάθλιψη, και μόλις στο 20% από αυτούς η νόσος διαγιγνώσκεται και αντιμετωπίζεται. Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι ότι τα συμπτώματα της κατάθλιψης συχνά συνδέονται με τα αυτά της διαδικασίας της γήρανσης. Έτσι, συμπτώματα όπως η μείωση των κοινωνικών επαφών και δραστηριοτήτων, η ελάττωση της λήψης πρωτοβουλιών, το άγχος, η ευερεθιστότητα και η ανησυχία, δεν αναγνωρίζονται ως συμπτώματα κατάθλιψης, αλλά αποδίδονται στο γήρας και τη σωματική κατάπτωση που πιθανόν αυτό να επιφέρει. Αντίστοιχα, διαταραχές στη μνήμη και τη συγκέντρωση του ατόμου αποδίδονται στην ηλικία του και συγχέονται με διάφορες μορφές άνοιας.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η προδιάθεση για κατάθλιψη αυξάνεται καθώς αυξάνεται και η ηλικία. Έτσι, τα ποσοστά της νόσου στους ηλικιωμένους είναι μεγαλύτερα από ό, τι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Πιθανοί λόγοι για αυτό μπορεί να είναι: Οι διάφορες βιοχημικές αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει, όπως και τα προβλήματα υγείας που παρουσιάζονται συχνότερα αυξάνουν την ευαισθησία του ατόμου, κάνοντάς το πιο ευάλωτο σε ψυχικές νόσους. Σε αυτούς τους παράγοντες μπορεί επίσης να προστεθεί και το γεγονός ότι ακριβώς λόγω των προβλημάτων υγείας οι ηλικιωμένοι αναγκάζονται συχνά να περνούν μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ιδρύματα ή νοσοκομεία, κάτι που επιδεινώνει την κατάσταση της ψυχικής τους υγείας.
Η μοναξιά και η εγκατάλειψη που βιώνουν, λόγω του γεγονότος ότι τα παιδιά τους έχουν μεγαλώσει και φύγει από το σπίτι και έχουν δημιουργήσει τη δική τους ζωή.
Ο κοινωνικός και οικονομικός τους αποκλεισμός, φαινόμενο σύνηθες στην ελληνική κοινωνία, και τέλος η χηρεία.
Όσον αφορά τη θεραπεία, στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιείται η φαρμακοθεραπεία, ενώ σπανιότερα οι ασθενείς παραπέμπονται σε ψυχοθεραπεία, είτε λόγω του κόστους είτε λόγω της αδιαφορίας του ευρύτερου οικογενειακού τους περιβάλλοντος.