Μια μικρή ιστορία
Ξύπνησα ακινητοποιημένος, με το σώμα μου μουδιασμένο, τα μέλη μου να μην υπακούν στις προσταγές του μυαλού μου. Έμεινα λοιπόν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, να αναλογίζομαι το γεγονός που είχε τόσο πολύ σοκάρει το σώμα μου και το έφερε σε αυτή την κατάσταση. Είχα δει ένα παράξενο, πολύ παράξενο όνειρο. Ήμουνα λέει σε έναν πύργο: έναν ψηλό, πανέμορφο πύργο, με τεράστιες σκάλες, έργα τέχνης στους τοίχους, μεγάλες σάλες, βαριές κουρτίνες στα παράθυρα… Ήταν και όλοι οι αγαπημένοι μου εκεί: η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, όλοι οι άνθρωποι που είχα επιλέξει να με συντροφεύουν στη ζωή μου. Στέκονταν όλοι στη μεγάλη κεντρική σάλα, συνομιλώντας, κρατώντας τα ποτήρια τους στο χέρι, γελώντας. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι εγώ δεν μιλούσα με κάποιον. Εγώ δεν ήμουν καν μέσα στο πλάνο. Συνειδητοποίησα ότι καθόμουν μόνος μου, σε μια σκοτεινή γωνία της σάλας και παρατηρούσα τους γύρω μου. Δοκίμασα να κάνω μερικές κινήσεις, μήπως και τους τραβήξω την προσοχή, αλλά κανένας δεν με πρόσεξε. Άρχισα να φωνάζω, μα τη φωνή μου δεν την άκουγε κανείς. Ξεκίνησα να βαδίζω προς τους καλεσμένους μου, με σκοπό να απαιτήσω το λόγο αυτής της άθλιας, άξεστης συμπεριφοράς τους, να με αγνοούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Πλησίασα τον πιο κοντινό. Στάθηκα απέναντί του και τον κοίταξα στα μάτια. Μου φάνηκε πως υπομειδιούσε καθώς με κοιτούσε. «Απαιτώ να μάθω τον λόγο αυτής της απαράδεκτης συμπεριφοράς σας, κύριε!» του είπα. «Πώς τολμάτε να με αγνοείτε κατ’ αυτόν τον τρόπο; Να έρχεστε στον πύργο μου, να πίνετε τα πιο εκλεκτά κρασιά μου, να θαυμάζετε τα υπέροχα έργα τέχνης μου και να μην δίνετε σ’ εμένα, τον κάτοχο όλων αυτών των υπέροχων αποκτημάτων, καμία απολύτως σημασία;» Χαμογέλασε. Με κοίταξε στα μάτια και μου απάντησε: «Μα, αγαπητέ μου, δεν υπάρχετε.» Τρομοκρατήθηκα. Προσπάθησα να του απαντήσω, μα η φωνή μου είχε χαθεί. Σήκωσα τα χέρια μου να τον αγγίξω, μα το σώμα μου είχε αρχίσει σιγά-σιγά να ξεθωριάζει. Τον κοίταξα με τρόμο, μα τότε συνειδητοποίησα ότι όλοι οι αγαπημένοι μου είχαν γίνει και οι ίδιοι σκιές. Με εγκατέλειπαν, ξεθώριαζαν, εξαϋλώνονταν αργά και βασανιστικά. Ήδη μπορούσα να κοιτάξω μέσα από τα σώματά τους. Καθώς εξαφανίζονταν, μπορούσα να δω από μέσα τους τους πέτρινους τοίχους του πύργου μου. Του πύργου που εγώ ο ίδιος είχα χτίσει, με τα ίδια μου τα χέρια, για να στεγάσει τις πιο ευτυχισμένες μου στιγμές και τους πιο αγαπητούς μου ανθρώπους. Του πύργου μου, που μόνο αυτός έμοιαζε να μην εξαϋλώνεται. Ίσα-ίσα μάλιστα, όσο χάνονταν τα σώματα των αγαπημένων μου, τόσο έμοιαζαν να παχαίνουν οι τοίχοι του. Να ψηλώνουν, να φαρδαίνουν, και να φυτρώνουν κάγκελα στα παράθυρά τους. Και τότε κατάλαβα ότι είχα ανακτήσει την υπόστασή μου. Δεν ξεθώριαζα πια, δεν γινόμουν σκιά. Είχαν χαθεί όμως όλοι οι άλλοι. Είχα μείνει μόνος μου, μέσα στον τεράστιο πύργο που είχα χτίσει, με τη φωνή του καλεσμένου μου να αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου: «Μα, αγαπητέ μου, δεν υπάρχετε…»
Ο φόβος της μοναξιάς είναι ένα συναίσθημα που μας ταλανίζει όλους. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε έως και τη στιγμή που πεθαίνουμε μας βασανίζει ο ίδιος αρχέγονος φόβος: να μην μείνουμε μόνοι. Κάνουμε λοιπόν τα πάντα για να αποφύγουμε αυτή την κατάσταση. Κάνουμε τα πάντα για να φροντίσουμε να έχουμε πάντα γύρω μας ανθρώπους που μας αγαπούν και τους αγαπάμε. Όλοι μας προσφέρουμε κομμάτια της ψυχής μας, της προσωπικότητάς μας, των σκέψεών μας, της ζωής μας ουσιαστικά, σε όλους τους ανθρώπους που αγαπάμε, με την ελπίδα ότι θα κάνουν κι εκείνοι το ίδιο. Είναι δύσκολο όμως να βρούμε εκείνη τη μαγική ισορροπία που θα μας επιτρέψει να συνυπάρξουμε επιτυχώς με τους άλλους και παράλληλα να διατηρήσουμε την ολότητά μας. Είναι δύσκολο να βρούμε εκείνο το όριο που θα επιτρέψει σ’ εμάς να παραμείνουμε ακέραιοι και στους άλλους να κατέχουν έναν ικανοποιητικό για εκείνους ρόλο στη ζωή μας. Κάπως έτσι αρχίζουμε και αναπτύσσουμε διάφορα άγχη. Υιοθετούμε σκέψεις, συμπεριφορές, παραινέσεις των άλλων προκειμένου να ενταχθούμε σε ομάδες και να μπορέσουμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι με τους άλλους. Στην πορεία όμως πολλοί από εμάς χάνουμε τον εαυτό μας, τα στοιχεία εκείνα της προσωπικότητάς μας που πιστεύαμε ότι ήταν ολόδικά μας, κτήμα μας. Καταλήγουμε να διχαζόμαστε και να εγκλωβιζόμαστε ανάμεσα σε δύο αντιφατικές, φαινομενικά, επιλογές: Από τη μία να ακολουθήσουμε αυτά που πιστεύουν οι αγαπημένοι μας ως αληθινά και αυταπόδεικτα, προκειμένου να μην μείνουμε μόνοι, και από την άλλη να ακολουθήσουμε αυτά που πιστεύουμε εμείς ότι είναι αληθινά, με κίνδυνο να μας θεωρήσουν οι άλλοι αφύσικους και να μας εγκαταλείψουν. Σε αυτόν ακριβώς το διχασμό που υφίσταται η σκέψη μας βασίζονται όλα τα προβλήματα και τα άγχη που αναπτύσσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας.